ξυρίζω — ξυρίζω, ξύρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξυρίζω — ξύρισα, ξυρίστηκα, ξυρισμένος 1. κόβω σύριζα τις τρίχες, ξουραφίζω. 2. μτφ., βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον με τις φλυαρίες μου ή τα ψέματά μου: Μας ξύρισε δύο ολόκληρες ώρες. 3. για αέρα και κρύο, είμαι δυνατός, παγερός: Ξυρίζει σήμερα το κρύο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξυρισμέναι — ξυρίζω perf part mp fem nom/voc pl ἐξυρισμένᾱͅ , ξυρίζω perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξυρίκειν — ξυρίζω plup ind act 1st sg (attic epic ionic) ξυρίζω perf inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυριεῖσθαι — ξυρίζω fut inf mid (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρισθῆναι — ξυρίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρίζων — ξυρίζω pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρίσαντας — ξυρίζω aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρίσασθαι — ξυρίζω aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρίσωνται — ξυρίζω aor subj mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)